- λοταρία
- η(λ. ιταλ.), τυχερό παιχνίδι με λαχνούς, λαχείο: Έχασε την περιουσία του στη λοταρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λοταρία — η 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο κερδίζουν μικροαντικείμενα οι τυχεροί που αναδεικνύονται με κλήρωση 2. κάθε είδος λαχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lotaria] … Dictionary of Greek
λοταριτζής — και λοταρτζής, ο αυτός που διενεργεί λοταρία ή αυτός που παίζει σε λοταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοταρία + κατάλ. τζής*] … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
λοταρ(ι)τζής — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει λοταρία: Του έφαγαν τα λεφτά οι λοταρτζήδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λότ(τ)ο — το άκλ., και λότος, ο (λ. ιταλ.), λοταρία, λαχείο: Κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)